αστηλίτευτος

αστηλίτευτος
-η, -ο
αυτός που δε στηλιτεύτηκε, αυτός που δεν κατηγορήθηκε ή δε στιγματίστηκε δημόσια: Η επαίσχυντη διαγωγή του στη διάρκεια της εχθρικής κατοχής είχε μείνει αστηλίτευτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αστηλίτευτος — η, ο (Α ἀστηλίτευτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει στηλιτευθεί, που δεν έχει κατηγορηθεί δημόσια με σκληρότητα αρχ. εκείνος του οποίου το όνομα δεν έχει αναγραφεί σε επιτύμβια στήλη, ο αμνημόνευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”